- σανδαλίς
- σανδαλ-ίς, ίδος, ἡ, a kind ofA date, Plin.HN13.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σανδαλίς — ίδος, ἡ, Α είδος φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. οριγαν ίς)] … Dictionary of Greek